- ὑστερητικὸς
- ὑστερ-ητικὸς τύπος, of a fever,A which comes on later in the day at each following attack, Gal.9.553 (pl.);
παροξυσμός Id.7.359
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παροξυσμός Id.7.359
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υστερητικός — ή, όν, Α [ὑστερῶ] αυτός που έρχεται αργότερα, που ακολουθεί … Dictionary of Greek